Dictionary of Greek. 2013.
μοσχοφυλάσσω — και μοσκοφυλάσσω (Μ μοσχοφυλάσσω και μοσκοφυλάσσω) φυλάγω κάτι πολύτιμο μαζί με μόσχο, διατηρώ κάτι μαζί με αρωματικές ουσίες … Dictionary of Greek